..Πέρασε ένας χρόνος από τότε που έφυγε.
Ήταν Νοέμβριος πια και δεν είχα πάρει γράμμα του για αρκετούς μήνες. Τα φίδια άρχισαν να με ζώνουν γιατί πριν, κάθε δυο-τρεις μήνες, λάβαινα γράμμα του. Τώρα τίποτα. Πηγαινοερχόμουν μέρα και νύχτα κι έψαχνα εδώ κι εκεί σε μπαούλα και συρτάρια, στα χωράφια. Τον έψαχνα, λες και θα ήταν εκεί κάπου. Ο άντρας μου γύριζε απ' τα χωράφια, δεν έβρισκε φαγητό και με μάλωνε, μα εγώ σαν να μην άκουγα, είχα αλλού το μυαλό μου, δεν μιλούσα.
Η κουμπάρα μου, η Μαρίνα, μου έλεγε "μη στενοχωριέσαι, είναι μακρινά αυτά τα μέρη, θάλασσα και ουρανό βλέπουν τα καράβια. Πώς να 'ρθει το γράμμα με το πουλί τ' αηδόνι; Έλα να πιούμε ένα κρασάκι να μας πεις μια απ' τις ιστορίες σου, κουμπάρα μου, θα 'ρθει το παιδί.
Κάνε υπομονή...". (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)