«Ένα δράκοντα, ένα δράκοντα θέλω... ένα δράκοντα που να μοιραζόμαστε τις δουλειές... ένα δράκοντα...» έλεγε και ξανάλεγε η σοφή μάγισσα, η Σουμουτού, καθώς ανέβαινε τα ατέλειωτα σκαλοπάτια του πύργου της, καθώς πέρναγε από στοές και κελιά, διαδρόμους, δωμάτια και αποθήκες... Ξέπνοη έφτασε ψηλά στη βιβλιοθήκη της, φόρεσε τα γυαλιά της και με αγωνία άνοιξε το τεράστιο, χοντρό, σοφό βιβλίο της... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)