...Ήταν ένα καθαρό ανοιξιάτικο απόγευμα.
Το χορτάρι και οι φουντωτοί θάμνοι στους φράχτες χρύσιζαν από τις πλάγιες ακτίνες του ήλιου. Ποτέ πριν η φάρμα -και με κάποια έκπληξη τα ζώα θυμήθηκαν πως ήταν η δικιά τους φάρμα, και πως κάθε εκατοστό ήταν δικό τους- δεν έμοιαζε στα μάτια των ζώων ένα μέρος που επιθυμούσαν τόσο πολύ να ζήσουν.
Καθώς η Κλόβερ κοιτούσε κάτω από το λόφο τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Αν μπορούσε να εκφράσει τις σκέψεις της, θα έλεγε ότι αυτός δεν ήταν ο σκοπός που είχαν τάξει πριν από χρόνια όταν είχαν αρχίσει να εργάζονται για να ρίξουν την ανθρώπινη φυλή από την εξουσία... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)