Πετώντας έφτασα στη θάλασσα.
Όνειρο είδα.
Βέλος τινάχτηκα απ’ το παράθυρο.
Βουτιά στο θόλο,
αρπάχτηκα, μα
σκίστηκε και κατρακύλησα κραδαίνοντας
κουρέλι μαβί
για τον καθρέφτη του στα χαμηλά.
Ευκαιρία, σκέφτηκα, να τον πλύνω, να τον καθαρίσω
που ’ναι γεμάτος εμετούς, κλάματα παιδιών,
κηλίδες κόκκινες κι ελπίδες μαυρισμένες.
Μα έκανα λάθος.
Τίποτα δεν κατάφερα