«ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ τοῦ Γιὰν Βάγκνερ συνενώνουν μέσα τους τὴ χαρὰ καὶ τὸ
παιχνίδισμα τῆς γλώσσας μὲ τὸν ἀριστοτεχνικὸ χειρισμὸ τῶν μορφῶν. Μὲ
βλέμ μα φιλέρευνο καὶ λεπταίσθητο ἐμπρὸς στὸ ἐλάχιστο καὶ τὸ μοναδικό, μὲ
ἐγρήγορη διεισδυτικότητα ἀπέναν τι στὰ φαινόμενα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἱστορίας, ἡ
ποιητι κή του τέ χνη ὀξύνει τὴ σκέψη μας καὶ ἐμπλουτίζει τὴν κατανόησή μας γιὰ
τὸν κόσμο.»
ἱστορίαι : ὀνήσιλος
ΗΡΟΔΟΤΟΣ Ε, 114
νά τὸ κρανίο, ἐκεῖ ψηλὰ στὴν πύλη,
ποὺ μὲ τὸ πρῶτο φῶς ἀρχίζει νὰ βουίζει,
μὲ τὸν καὶ τώρα ἀκόμη ἀπορημένο λίγο
μορφασμό, ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὸ πρόσωπο.
πίσω του ἐπὶ τὸ ἔργον : ἡ λεπτουργὸς
μηχανικὴ τοῦ σμήνους μὲς στὸ καύκαλο,
σφιχτοπλεγμένα τὰ χρυσὰ γρανάζια
τῶν μελισσῶν. γεράνια καὶ
τουλίπες, ἀγριοπαπαροῦνες καὶ γλαδιόλες –
σιγὰ σιγὰ ὅλα νὰ γυρνοῦν
μὲς στὴν τυφλὴ κυψέλη, ὥσπου στὰ κοῖλα πάλι
τὰ μελισσένια μάτια ἀρχίσουν νὰ σκιρτοῦν.
τὰ ἀγόρια ἀδιαφοροῦν
πῶς τὸν φωνάζαν, διακονιάρη ἢ βασιλιά,
σὰν σκαρφαλώνουν πάνω στὰ ζεστὰ
πλιθιὰ πρὸς τὰ ὕψη, τὸ μέλι
μέσ’ ἀπ’ τὴ σκέψη του κυλᾶ, κολλάει στὰ χέρια.
χορὸς τῶν μελισσῶν, καὶ ἐπιτάφιος.
εἶχε σχεδὸν μιὰ χώρα ζωντανός.
τώρα ἕνα κράτος ζεῖ μὲς στὸ κεφάλι του